συναθροίζει

συναθροίζει
συναθροίζω
gather together
pres ind mp 2nd sg
συναθροίζω
gather together
pres ind act 3rd sg
συναθροΐζει , συναθροίζω
gather together
pres ind mp 2nd sg
συναθροΐζει , συναθροίζω
gather together
pres ind act 3rd sg
συναθροίζω
gather together
pres ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)
συναθροίζω
gather together
pres ind act 3rd sg (attic doric aeolic)
συναθροΐζει , συναθροίζω
gather together
pres ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)
συναθροΐζει , συναθροίζω
gather together
pres ind act 3rd sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεκυολόγος — νεκυολόγος, ον (Μ) αυτός που συναθροίζει, που συλλέγει τα πτώματα ή τις ψυχές τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, υος «νεκρός» + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • νεφεληγερέτα — και σπάν. νεφεληγερέτης, ὁ (Α) 1. (σχετικά με τον Δία) αυτός που συναθροίζει τις νεφέλες, τα σύννεφα («τὴν δ οὔ τι προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον αέρα) αυτός που συγκεντρώνει τα νέφη («ἀέρα νεφεληγερέτην», Εμπεδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ …   Dictionary of Greek

  • οχλαγωγό — ο (Α ὀχλαγωγός) 1. αρχηγός, καθοδηγητής τού όχλου 2. αυτός που διεγείρει και συναθροίζει το πλήθος για τη δημιουργία ταραχών και εκτρόπων αρχ. αυτός που διεγείρει και προσελκύει τα πλήθη για να επιτύχει προσωπικά οφέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος +… …   Dictionary of Greek

  • συναγερτικός — ή, όν, Μ [συναγείρω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συναγερμό ή ο κατάλληλος να συναθροίζει …   Dictionary of Greek

  • συναγωγός — όν, Α [συνάγω] 1. αυτός που συνάγει, που συλλέγει, που συναθροίζει («ἡ συναγωγὸς [μέλιτος] μέλισσα», Φίλ.) 2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («λόγος φιλίας συναγωγός», Δίων Χρυσ.) 3. αυτός που ζει μαζί με κάποιον 4. το αρσ. ως ουσ. ὁ συναγωγός… …   Dictionary of Greek

  • συναθροίζω — ΝΜΑ [αθροίζω] συγκεντρώνω πρόσωπα, ζώα ή πράγματα στο ίδιο μέρος για τον ίδιο σκοπό (α. «συναθροίζει τα χρήματα σε ένα συρτάρι» β. «συναθροίζειν ἀγέλην», Βάβρ. γ. «τὸ κάταγμα λαβόντας δεῡρο ξυνάγειν καὶ ξυναθροίζειν εἰς ἕν», Αριστοφ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • συναθροιστής — ὁ, Α [συναθροίζω] αυτός που συναθροίζει …   Dictionary of Greek

  • Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος — (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 – Αθήνα 1843). Αγωνιστής του 1821. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε την Αλωνίσταινα, όπου έμενε τότε, προσχωρώντας στην ομοσπονδία που είχε ιδρύσει ο Ζαχαριάς. Οι πρώτες σημαντικές μάχες του με τους Τούρκους… …   Dictionary of Greek

  • συλλέκτης — ο θηλ. συλλέκτρια 1. αυτός που συναθροίζει, συγκεντρώνει ορισμένα πράγματα: Είναι συλλέκτης έργων τέχνης. 2. συσκευή όπου συλλέγεται κάτι. 3. μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη συλλογή ορισμένων πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”